αμβλύνους
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμβλύνους • (amvlýnous) m (feminine αμβλύνους, neuter αμβλύνουν)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμβλύνους • | αμβλύνους • | αμβλύνουν • | αμβλύνοες • | αμβλύνοες • | αμβλύνοα • | |
genitive | αμβλύνου • | αμβλύνου • | αμβλύνου • | αμβλυνόων • | αμβλυνόων • | αμβλυνόων • | |
accusative | αμβλύνου • | αμβλύνου • | αμβλύνουν • | αμβλύνοες • | αμβλύνοες • | αμβλύνοα • | |
vocative | αμβλύνους • | αμβλύνους • | αμβλύνουν • | αμβλύνοες • | αμβλύνοες • | αμβλύνοα • |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμβλύνους, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμβλύνους, etc.)
Related terms
[edit]- see: αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”)