Jump to content

αμβλύνους

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμβλύνους (amvlýnousm (feminine αμβλύνους, neuter αμβλύνουν)

  1. slow-witted, dull

Declension

[edit]
Declension of αμβλύνους
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμβλύνους (amvlýnous) αμβλύνους (amvlýnous) αμβλύνουν (amvlýnoun) αμβλύνοες (amvlýnoes) αμβλύνοες (amvlýnoes) αμβλύνοα (amvlýnoa)
genitive αμβλύνου (amvlýnou) αμβλύνου (amvlýnou) αμβλύνου (amvlýnou) αμβλυνόων (amvlynóon) αμβλυνόων (amvlynóon) αμβλυνόων (amvlynóon)
accusative αμβλύνου (amvlýnou) αμβλύνου (amvlýnou) αμβλύνουν (amvlýnoun) αμβλύνοες (amvlýnoes) αμβλύνοες (amvlýnoes) αμβλύνοα (amvlýnoa)
vocative αμβλύνους (amvlýnous) αμβλύνους (amvlýnous) αμβλύνουν (amvlýnoun) αμβλύνοες (amvlýnoes) αμβλύνοες (amvlýnoes) αμβλύνοα (amvlýnoa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμβλύνους, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμβλύνους, etc.)

[edit]