αμβλύνους
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμβλύνους • (amvlýnous) m (feminine αμβλύνους, neuter αμβλύνουν)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμβλύνους (amvlýnous) | αμβλύνους (amvlýnous) | αμβλύνουν (amvlýnoun) | αμβλύνοες (amvlýnoes) | αμβλύνοες (amvlýnoes) | αμβλύνοα (amvlýnoa) | |
genitive | αμβλύνου (amvlýnou) | αμβλύνου (amvlýnou) | αμβλύνου (amvlýnou) | αμβλυνόων (amvlynóon) | αμβλυνόων (amvlynóon) | αμβλυνόων (amvlynóon) | |
accusative | αμβλύνου (amvlýnou) | αμβλύνου (amvlýnou) | αμβλύνουν (amvlýnoun) | αμβλύνοες (amvlýnoes) | αμβλύνοες (amvlýnoes) | αμβλύνοα (amvlýnoa) | |
vocative | αμβλύνους (amvlýnous) | αμβλύνους (amvlýnous) | αμβλύνουν (amvlýnoun) | αμβλύνοες (amvlýnoes) | αμβλύνοες (amvlýnoes) | αμβλύνοα (amvlýnoa) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αμβλύνους, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αμβλύνους, etc.)
Related terms
[edit]- see: αμβλύνω (amvlýno, “to blunt”)