Jump to content

αμβλυντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμβλυντικός (amvlyntikósm (feminine αμβλυντική, neuter αμβλυντικό)

  1. ameliorating, soothing
  2. bluntening, dulling

Declension

[edit]
Declension of αμβλυντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμβλυντικός (amvlyntikós) αμβλυντική (amvlyntikí) αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντικοί (amvlyntikoí) αμβλυντικές (amvlyntikés) αμβλυντικά (amvlyntiká)
genitive αμβλυντικού (amvlyntikoú) αμβλυντικής (amvlyntikís) αμβλυντικού (amvlyntikoú) αμβλυντικών (amvlyntikón) αμβλυντικών (amvlyntikón) αμβλυντικών (amvlyntikón)
accusative αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντική (amvlyntikí) αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντικούς (amvlyntikoús) αμβλυντικές (amvlyntikés) αμβλυντικά (amvlyntiká)
vocative αμβλυντικέ (amvlyntiké) αμβλυντική (amvlyntikí) αμβλυντικό (amvlyntikó) αμβλυντικοί (amvlyntikoí) αμβλυντικές (amvlyntikés) αμβλυντικά (amvlyntiká)
[edit]