αμαράντινος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμαράντινος • (amarántinos) m (feminine αμαράντινη, neuter αμαράντινο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμαράντινος (amarántinos) | αμαράντινη (amarántini) | αμαράντινο (amarántino) | αμαράντινοι (amarántinoi) | αμαράντινες (amarántines) | αμαράντινα (amarántina) | |
genitive | αμαράντινου (amarántinou) | αμαράντινης (amarántinis) | αμαράντινου (amarántinou) | αμαράντινων (amarántinon) | αμαράντινων (amarántinon) | αμαράντινων (amarántinon) | |
accusative | αμαράντινο (amarántino) | αμαράντινη (amarántini) | αμαράντινο (amarántino) | αμαράντινους (amarántinous) | αμαράντινες (amarántines) | αμαράντινα (amarántina) | |
vocative | αμαράντινε (amarántine) | αμαράντινη (amarántini) | αμαράντινο (amarántino) | αμαράντινοι (amarántinoi) | αμαράντινες (amarántines) | αμαράντινα (amarántina) |
Related terms
[edit]- μαραίνομαι (maraínomai, “to fade”)