Jump to content

αμαξοποιείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμαξοποιείο (amaxopoieíon (plural αμαξοποιεία)

  1. workshop for the repair of coaches, waggons, etc
  2. (automotive) body shop

Declension

[edit]
Declension of αμαξοποιείο
singular plural
nominative αμαξοποιείο (amaxopoieío) αμαξοποιεία (amaxopoieía)
genitive αμαξοποιείου (amaxopoieíou) αμαξοποιείων (amaxopoieíon)
accusative αμαξοποιείο (amaxopoieío) αμαξοποιεία (amaxopoieía)
vocative αμαξοποιείο (amaxopoieío) αμαξοποιεία (amaxopoieía)
[edit]
  • and see: άμαξα f (ámaxa, coach, carriage)