Jump to content

αμακιγιάριστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμακιγιάριστος (amakigiáristosm (feminine αμακιγιάριστη, neuter αμακιγιάριστο)

  1. without make-up, without cosmetics, not made-up

Declension

[edit]
Declension of αμακιγιάριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμακιγιάριστος (amakigiáristos) αμακιγιάριστη (amakigiáristi) αμακιγιάριστο (amakigiáristo) αμακιγιάριστοι (amakigiáristoi) αμακιγιάριστες (amakigiáristes) αμακιγιάριστα (amakigiárista)
genitive αμακιγιάριστου (amakigiáristou) αμακιγιάριστης (amakigiáristis) αμακιγιάριστου (amakigiáristou) αμακιγιάριστων (amakigiáriston) αμακιγιάριστων (amakigiáriston) αμακιγιάριστων (amakigiáriston)
accusative αμακιγιάριστο (amakigiáristo) αμακιγιάριστη (amakigiáristi) αμακιγιάριστο (amakigiáristo) αμακιγιάριστους (amakigiáristous) αμακιγιάριστες (amakigiáristes) αμακιγιάριστα (amakigiárista)
vocative αμακιγιάριστε (amakigiáriste) αμακιγιάριστη (amakigiáristi) αμακιγιάριστο (amakigiáristo) αμακιγιάριστοι (amakigiáristoi) αμακιγιάριστες (amakigiáristes) αμακιγιάριστα (amakigiárista)
[edit]