Jump to content

αμήχανος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμήχανος (amíchanosm (feminine αμήχανη, neuter αμήχανο)

  1. bewildered, awkward
  2. embarrassed
  3. helpless

Declension

[edit]
Declension of αμήχανος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμήχανος (amíchanos) αμήχανη (amíchani) αμήχανο (amíchano) αμήχανοι (amíchanoi) αμήχανες (amíchanes) αμήχανα (amíchana)
genitive αμήχανου (amíchanou) αμήχανης (amíchanis) αμήχανου (amíchanou) αμήχανων (amíchanon) αμήχανων (amíchanon) αμήχανων (amíchanon)
accusative αμήχανο (amíchano) αμήχανη (amíchani) αμήχανο (amíchano) αμήχανους (amíchanous) αμήχανες (amíchanes) αμήχανα (amíchana)
vocative αμήχανε (amíchane) αμήχανη (amíchani) αμήχανο (amíchano) αμήχανοι (amíchanoi) αμήχανες (amíchanes) αμήχανα (amíchana)
[edit]
  • αμηχανία f (amichanía, embarrassment, bewilderment, awkwardness)