αμάσητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμάσητος (amásitosm (feminine αμάσητη, neuter αμάσητο)

  1. unchewed, not chewed

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμάσητος (amásitos) αμάσητη (amásiti) αμάσητο (amásito) αμάσητοι (amásitoi) αμάσητες (amásites) αμάσητα (amásita)
genitive αμάσητου (amásitou) αμάσητης (amásitis) αμάσητου (amásitou) αμάσητων (amásiton) αμάσητων (amásiton) αμάσητων (amásiton)
accusative αμάσητο (amásito) αμάσητη (amásiti) αμάσητο (amásito) αμάσητους (amásitous) αμάσητες (amásites) αμάσητα (amásita)
vocative αμάσητε (amásite) αμάσητη (amásiti) αμάσητο (amásito) αμάσητοι (amásitoi) αμάσητες (amásites) αμάσητα (amásita)
[edit]