Jump to content

αμάντρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αμάντρωτος (amántrotosm (feminine αμάντρωτη, neuter αμάντρωτο)

  1. wallless, unwalled (not surrounded by a wall or hedge)

Declension

[edit]
Declension of αμάντρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμάντρωτος (amántrotos) αμάντρωτη (amántroti) αμάντρωτο (amántroto) αμάντρωτοι (amántrotoi) αμάντρωτες (amántrotes) αμάντρωτα (amántrota)
genitive αμάντρωτου (amántrotou) αμάντρωτης (amántrotis) αμάντρωτου (amántrotou) αμάντρωτων (amántroton) αμάντρωτων (amántroton) αμάντρωτων (amántroton)
accusative αμάντρωτο (amántroto) αμάντρωτη (amántroti) αμάντρωτο (amántroto) αμάντρωτους (amántrotous) αμάντρωτες (amántrotes) αμάντρωτα (amántrota)
vocative αμάντρωτε (amántrote) αμάντρωτη (amántroti) αμάντρωτο (amántroto) αμάντρωτοι (amántrotoi) αμάντρωτες (amántrotes) αμάντρωτα (amántrota)
[edit]