Jump to content

αμάντευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμάντευτος (amánteftosm (feminine αμάντευτη, neuter αμάντευτο)

  1. unguessed

Declension

[edit]
Declension of αμάντευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμάντευτος (amánteftos) αμάντευτη (amántefti) αμάντευτο (amántefto) αμάντευτοι (amánteftoi) αμάντευτες (amánteftes) αμάντευτα (amántefta)
genitive αμάντευτου (amánteftou) αμάντευτης (amánteftis) αμάντευτου (amánteftou) αμάντευτων (amántefton) αμάντευτων (amántefton) αμάντευτων (amántefton)
accusative αμάντευτο (amántefto) αμάντευτη (amántefti) αμάντευτο (amántefto) αμάντευτους (amánteftous) αμάντευτες (amánteftes) αμάντευτα (amántefta)
vocative αμάντευτε (amántefte) αμάντευτη (amántefti) αμάντευτο (amántefto) αμάντευτοι (amánteftoi) αμάντευτες (amánteftes) αμάντευτα (amántefta)

Antonyms

[edit]
[edit]