Jump to content

αμάλλιαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμάλλιαστος (amálliastosm (feminine αμάλλιαστη, neuter αμάλλιαστο)

  1. Alternative form of αμάλλιαγος (amálliagos)

Declension

[edit]
Declension of αμάλλιαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμάλλιαστος (amálliastos) αμάλλιαστη (amálliasti) αμάλλιαστο (amálliasto) αμάλλιαστοι (amálliastoi) αμάλλιαστες (amálliastes) αμάλλιαστα (amálliasta)
genitive αμάλλιαστου (amálliastou) αμάλλιαστης (amálliastis) αμάλλιαστου (amálliastou) αμάλλιαστων (amálliaston) αμάλλιαστων (amálliaston) αμάλλιαστων (amálliaston)
accusative αμάλλιαστο (amálliasto) αμάλλιαστη (amálliasti) αμάλλιαστο (amálliasto) αμάλλιαστους (amálliastous) αμάλλιαστες (amálliastes) αμάλλιαστα (amálliasta)
vocative αμάλλιαστε (amálliaste) αμάλλιαστη (amálliasti) αμάλλιαστο (amálliasto) αμάλλιαστοι (amálliastoi) αμάλλιαστες (amálliastes) αμάλλιαστα (amálliasta)