Jump to content

αλώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλώσιμος (alósimosm (feminine αλώσιμη, neuter αλώσιμο)

  1. pregnable, capturable, vulnerable

Declension

[edit]
Declension of αλώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλώσιμος (alósimos) αλώσιμη (alósimi) αλώσιμο (alósimo) αλώσιμοι (alósimoi) αλώσιμες (alósimes) αλώσιμα (alósima)
genitive αλώσιμου (alósimou) αλώσιμης (alósimis) αλώσιμου (alósimou) αλώσιμων (alósimon) αλώσιμων (alósimon) αλώσιμων (alósimon)
accusative αλώσιμο (alósimo) αλώσιμη (alósimi) αλώσιμο (alósimo) αλώσιμους (alósimous) αλώσιμες (alósimes) αλώσιμα (alósima)
vocative αλώσιμε (alósime) αλώσιμη (alósimi) αλώσιμο (alósimo) αλώσιμοι (alósimoi) αλώσιμες (alósimes) αλώσιμα (alósima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλώσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλώσιμος, etc.)

[edit]