αλώσιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλώσιμος • (alósimos) m (feminine αλώσιμη, neuter αλώσιμο)
Declension
[edit]Declension of αλώσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλώσιμος • | αλώσιμη • | αλώσιμο • | αλώσιμοι • | αλώσιμες • | αλώσιμα • |
genitive | αλώσιμου • | αλώσιμης • | αλώσιμου • | αλώσιμων • | αλώσιμων • | αλώσιμων • |
accusative | αλώσιμο • | αλώσιμη • | αλώσιμο • | αλώσιμους • | αλώσιμες • | αλώσιμα • |
vocative | αλώσιμε • | αλώσιμη • | αλώσιμο • | αλώσιμοι • | αλώσιμες • | αλώσιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλώσιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλώσιμος, etc.) |
Related terms
[edit]- άλωση f (álosi, “capture”)