Jump to content

αλωνιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλωνιστικός (alonistikósm (feminine αλωνιστική, neuter αλωνιστικό)

  1. (agriculture) threshing

Declension

[edit]
Declension of αλωνιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλωνιστικός (alonistikós) αλωνιστική (alonistikí) αλωνιστικό (alonistikó) αλωνιστικοί (alonistikoí) αλωνιστικές (alonistikés) αλωνιστικά (alonistiká)
genitive αλωνιστικού (alonistikoú) αλωνιστικής (alonistikís) αλωνιστικού (alonistikoú) αλωνιστικών (alonistikón) αλωνιστικών (alonistikón) αλωνιστικών (alonistikón)
accusative αλωνιστικό (alonistikó) αλωνιστική (alonistikí) αλωνιστικό (alonistikó) αλωνιστικούς (alonistikoús) αλωνιστικές (alonistikés) αλωνιστικά (alonistiká)
vocative αλωνιστικέ (alonistiké) αλωνιστική (alonistikí) αλωνιστικό (alonistikó) αλωνιστικοί (alonistikoí) αλωνιστικές (alonistikés) αλωνιστικά (alonistiká)
[edit]