Jump to content

αλχημικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλχημικός (alchimikósm (feminine αλχημική, neuter αλχημικό)

  1. alchemical

Declension

[edit]
Declension of αλχημικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλχημικός (alchimikós) αλχημική (alchimikí) αλχημικό (alchimikó) αλχημικοί (alchimikoí) αλχημικές (alchimikés) αλχημικά (alchimiká)
genitive αλχημικού (alchimikoú) αλχημικής (alchimikís) αλχημικού (alchimikoú) αλχημικών (alchimikón) αλχημικών (alchimikón) αλχημικών (alchimikón)
accusative αλχημικό (alchimikó) αλχημική (alchimikí) αλχημικό (alchimikó) αλχημικούς (alchimikoús) αλχημικές (alchimikés) αλχημικά (alchimiká)
vocative αλχημικέ (alchimiké) αλχημική (alchimikí) αλχημικό (alchimikó) αλχημικοί (alchimikoí) αλχημικές (alchimikés) αλχημικά (alchimiká)

Coordinate terms

[edit]
[edit]