Jump to content

αλυσόδετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλυσόδετος (alysódetosm (feminine αλυσόδετη, neuter αλυσόδετο)

  1. chained

Declension

[edit]
Declension of αλυσόδετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλυσόδετος (alysódetos) αλυσόδετη (alysódeti) αλυσόδετο (alysódeto) αλυσόδετοι (alysódetoi) αλυσόδετες (alysódetes) αλυσόδετα (alysódeta)
genitive αλυσόδετου (alysódetou) αλυσόδετης (alysódetis) αλυσόδετου (alysódetou) αλυσόδετων (alysódeton) αλυσόδετων (alysódeton) αλυσόδετων (alysódeton)
accusative αλυσόδετο (alysódeto) αλυσόδετη (alysódeti) αλυσόδετο (alysódeto) αλυσόδετους (alysódetous) αλυσόδετες (alysódetes) αλυσόδετα (alysódeta)
vocative αλυσόδετε (alysódete) αλυσόδετη (alysódeti) αλυσόδετο (alysódeto) αλυσόδετοι (alysódetoi) αλυσόδετες (alysódetes) αλυσόδετα (alysódeta)

Synonyms

[edit]
[edit]