Jump to content

αλτρουιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αλτρουιστικός (altrouistikósm (feminine αλτρουιστική, neuter αλτρουιστικό)

  1. altruistic

Declension

[edit]
Declension of αλτρουιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλτρουιστικός (altrouistikós) αλτρουιστική (altrouistikí) αλτρουιστικό (altrouistikó) αλτρουιστικοί (altrouistikoí) αλτρουιστικές (altrouistikés) αλτρουιστικά (altrouistiká)
genitive αλτρουιστικού (altrouistikoú) αλτρουιστικής (altrouistikís) αλτρουιστικού (altrouistikoú) αλτρουιστικών (altrouistikón) αλτρουιστικών (altrouistikón) αλτρουιστικών (altrouistikón)
accusative αλτρουιστικό (altrouistikó) αλτρουιστική (altrouistikí) αλτρουιστικό (altrouistikó) αλτρουιστικούς (altrouistikoús) αλτρουιστικές (altrouistikés) αλτρουιστικά (altrouistiká)
vocative αλτρουιστικέ (altrouistiké) αλτρουιστική (altrouistikí) αλτρουιστικό (altrouistikó) αλτρουιστικοί (altrouistikoí) αλτρουιστικές (altrouistikés) αλτρουιστικά (altrouistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλτρουιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλτρουιστικός, etc.)

[edit]