Jump to content

αλλόφρων

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αλλόφρων (allófronm (feminine αλλόφρων, neuter αλλόφρον)

  1. frantic, frenzied

Declension

[edit]
Declension of αλλόφρων
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλόφρων (allófron) αλλόφρων (allófron) αλλόφρον (allófron) αλλόφρονες (allófrones) αλλόφρονες (allófrones) αλλόφρονα (allófrona)
genitive αλλόφρονος (allófronos) αλλόφρονος (allófronos) αλλόφρονος (allófronos) αλλοφρόνων (allofrónon) αλλοφρόνων (allofrónon) αλλοφρόνων (allofrónon)
accusative αλλόφρονα (allófrona) αλλόφρονα (allófrona) αλλόφρον (allófron) αλλόφρονες (allófrones) αλλόφρονες (allófrones) αλλόφρονα (allófrona)
vocative αλλόφρων (allófron)
αλλόφρονα (allófrona)
αλλόφρων (allófron) αλλόφρον (allófron) αλλόφρονες (allófrones) αλλόφρονες (allófrones) αλλόφρονα (allófrona)

Notes: There are alternative masculine singular forms:
nominative: αλλόφρονας; genitive: αλλόφρονα

[edit]