Jump to content

αλλότριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλλότριος (allótriosm (feminine αλλότρια, neuter αλλότριο)

  1. foreign, alien

Declension

[edit]
Declension of αλλότριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλότριος (allótrios) αλλότρια (allótria) αλλότριο (allótrio) αλλότριοι (allótrioi) αλλότριες (allótries) αλλότρια (allótria)
genitive αλλότριου (allótriou) αλλότριας (allótrias) αλλότριου (allótriou) αλλότριων (allótrion) αλλότριων (allótrion) αλλότριων (allótrion)
accusative αλλότριο (allótrio) αλλότρια (allótria) αλλότριο (allótrio) αλλότριους (allótrious) αλλότριες (allótries) αλλότρια (allótria)
vocative αλλότριε (allótrie) αλλότρια (allótria) αλλότριο (allótrio) αλλότριοι (allótrioi) αλλότριες (allótries) αλλότρια (allótria)

Synonyms

[edit]