αλλοπρόσαλλος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλλοπρόσαλλος • (alloprósallos) m (feminine αλλοπρόσαλλη, neuter αλλοπρόσαλλο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλλοπρόσαλλος (alloprósallos) | αλλοπρόσαλλη (alloprósalli) | αλλοπρόσαλλο (alloprósallo) | αλλοπρόσαλλοι (alloprósalloi) | αλλοπρόσαλλες (alloprósalles) | αλλοπρόσαλλα (alloprósalla) | |
genitive | αλλοπρόσαλλου (alloprósallou) | αλλοπρόσαλλης (alloprósallis) | αλλοπρόσαλλου (alloprósallou) | αλλοπρόσαλλων (alloprósallon) | αλλοπρόσαλλων (alloprósallon) | αλλοπρόσαλλων (alloprósallon) | |
accusative | αλλοπρόσαλλο (alloprósallo) | αλλοπρόσαλλη (alloprósalli) | αλλοπρόσαλλο (alloprósallo) | αλλοπρόσαλλους (alloprósallous) | αλλοπρόσαλλες (alloprósalles) | αλλοπρόσαλλα (alloprósalla) | |
vocative | αλλοπρόσαλλε (alloprósalle) | αλλοπρόσαλλη (alloprósalli) | αλλοπρόσαλλο (alloprósallo) | αλλοπρόσαλλοι (alloprósalloi) | αλλοπρόσαλλες (alloprósalles) | αλλοπρόσαλλα (alloprósalla) |