αλλομετρία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αλλομετρία • (allometría) f (uncountable)
Declension
[edit] αλλομετρία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αλλομετρία • |
genitive | αλλομετρίας • |
accusative | αλλομετρία • |
vocative | αλλομετρία • |