αλληλόχρεος λογαριασμός
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αλληλόχρεος λογαριασμός • (allilóchreos logariasmós) m (plural αλληλόχρεοι λογαριασμοί)
Declension
[edit]- see: αλληλόχρεος (allilóchreos) and λογαριασμός (logariasmós)
αλληλόχρεος λογαριασμός • (allilóchreos logariasmós) m (plural αλληλόχρεοι λογαριασμοί)