Jump to content

αλληλουχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλληλουχία (allilouchíaf (uncountable)

  1. sequence
  2. series, train (of events)
  3. cohesion

Declension

[edit]
Declension of αλληλουχία
singular
nominative αλληλουχία (allilouchía)
genitive αλληλουχίας (allilouchías)
accusative αλληλουχία (allilouchía)
vocative αλληλουχία (allilouchía)