αλληλοπαντρεύτηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αλληλοπαντρεύτηκα • (allilopantréftika)
- 1st person singular simple past form of αλληλοπαντρεύομαι (allilopantrévomai).
αλληλοπαντρεύτηκα • (allilopantréftika)