Jump to content

αλληλοδιάδοχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλληλοδιάδοχος (allilodiádochosm (feminine αλληλοδιάδοχη, neuter αλληλοδιάδοχο)

  1. sequential, consecutive, successive
  2. alternate

Declension

[edit]
Declension of αλληλοδιάδοχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλληλοδιάδοχος (allilodiádochos) αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχοι (allilodiádochoi) αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha)
genitive αλληλοδιάδοχου (allilodiádochou) αλληλοδιάδοχης (allilodiádochis) αλληλοδιάδοχου (allilodiádochou) αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon) αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon) αλληλοδιάδοχων (allilodiádochon)
accusative αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχους (allilodiádochous) αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha)
vocative αλληλοδιάδοχε (allilodiádoche) αλληλοδιάδοχη (allilodiádochi) αλληλοδιάδοχο (allilodiádocho) αλληλοδιάδοχοι (allilodiádochoi) αλληλοδιάδοχες (allilodiádoches) αλληλοδιάδοχα (allilodiádocha)
[edit]