αλληλοβοηθήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αλληλοβοηθήθηκα • (allilovoïthíthika)
- 1st person singular simple past form of αλληλοβοηθούμαι (allilovoïthoúmai).
- 1st person singular simple past form of αλληλοβοηθιέμαι (allilovoïthiémai).
αλληλοβοηθήθηκα • (allilovoïthíthika)