Jump to content

αλληλεξάρτηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλληλ- (allil-, mutuality) +‎ εξαρτώμαι (exartómai, to depend upon)

Noun

[edit]

αλληλεξάρτηση (allilexártisif (plural αλληλεξαρτήσεις)

  1. interdependence, mutuality

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλληλεξάρτηση (allilexártisi) αλληλεξαρτήσεις (allilexartíseis)
genitive αλληλεξάρτησης (allilexártisis) αλληλεξαρτήσεων (allilexartíseon)
accusative αλληλεξάρτηση (allilexártisi) αλληλεξαρτήσεις (allilexartíseis)
vocative αλληλεξάρτηση (allilexártisi) αλληλεξαρτήσεις (allilexartíseis)

Older or formal genitive singular: αλληλεξαρτήσεως (allilexartíseos)