Jump to content

αλληλασφάλεια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλληλ- (allil-, mutuality) +‎ ασφάλεια (asfáleia, insurance)

Noun

[edit]

αλληλασφάλεια (allilasfáleiaf (plural αλληλασφάλειες)

  1. mutual insurance

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλληλασφάλεια (allilasfáleia) αλληλασφάλειες (allilasfáleies)
genitive αλληλασφάλειας (allilasfáleias) αλληλασφαλειών (allilasfaleión)
accusative αλληλασφάλεια (allilasfáleia) αλληλασφάλειες (allilasfáleies)
vocative αλληλασφάλεια (allilasfáleia) αλληλασφάλειες (allilasfáleies)
[edit]

Further reading

[edit]