Jump to content

αλλεργικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλλεργικός (allergikósm (feminine αλλεργική, neuter αλλεργικό)

  1. (medicine) allergic

Declension

[edit]
Declension of αλλεργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλεργικός (allergikós) αλλεργική (allergikí) αλλεργικό (allergikó) αλλεργικοί (allergikoí) αλλεργικές (allergikés) αλλεργικά (allergiká)
genitive αλλεργικού (allergikoú) αλλεργικής (allergikís) αλλεργικού (allergikoú) αλλεργικών (allergikón) αλλεργικών (allergikón) αλλεργικών (allergikón)
accusative αλλεργικό (allergikó) αλλεργική (allergikí) αλλεργικό (allergikó) αλλεργικούς (allergikoús) αλλεργικές (allergikés) αλλεργικά (allergiká)
vocative αλλεργικέ (allergiké) αλλεργική (allergikí) αλλεργικό (allergikó) αλλεργικοί (allergikoí) αλλεργικές (allergikés) αλλεργικά (allergiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλλεργικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλλεργικός, etc.)

[edit]