Jump to content

αλλεπαλληλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλλεπαλληλία (allepallilíaf (plural αλλεπαλληλίες)

  1. sequence, succession

Declension

[edit]
Declension of αλλεπαλληλία
singular plural
nominative αλλεπαλληλία (allepallilía) αλλεπαλληλίες (allepallilíes)
genitive αλλεπαλληλίας (allepallilías) αλλεπαλληλιών (allepallilión)
accusative αλλεπαλληλία (allepallilía) αλλεπαλληλίες (allepallilíes)
vocative αλλεπαλληλία (allepallilía) αλλεπαλληλίες (allepallilíes)
[edit]