αλλεπαλληλία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αλλεπαλληλία • (allepallilía) f (plural αλλεπαλληλίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλεπαλληλία (allepallilía) | αλλεπαλληλίες (allepallilíes) |
genitive | αλλεπαλληλίας (allepallilías) | αλλεπαλληλιών (allepallilión) |
accusative | αλλεπαλληλία (allepallilía) | αλλεπαλληλίες (allepallilíes) |
vocative | αλλεπαλληλία (allepallilía) | αλλεπαλληλίες (allepallilíes) |
Related terms
[edit]- αλλεπάλληλος (allepállilos, “successive, repetitious”, adjective)