αλλαξόπιστος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αλλαξό- (allaxó-, “change”) + πίστη (písti, “faith”)
Adjective
[edit]αλλαξόπιστος • (allaxópistos) m (feminine αλλαξόπιστη, neuter αλλαξόπιστο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλλαξόπιστος (allaxópistos) | αλλαξόπιστη (allaxópisti) | αλλαξόπιστο (allaxópisto) | αλλαξόπιστοι (allaxópistoi) | αλλαξόπιστες (allaxópistes) | αλλαξόπιστα (allaxópista) | |
genitive | αλλαξόπιστου (allaxópistou) | αλλαξόπιστης (allaxópistis) | αλλαξόπιστου (allaxópistou) | αλλαξόπιστων (allaxópiston) | αλλαξόπιστων (allaxópiston) | αλλαξόπιστων (allaxópiston) | |
accusative | αλλαξόπιστο (allaxópisto) | αλλαξόπιστη (allaxópisti) | αλλαξόπιστο (allaxópisto) | αλλαξόπιστους (allaxópistous) | αλλαξόπιστες (allaxópistes) | αλλαξόπιστα (allaxópista) | |
vocative | αλλαξόπιστε (allaxópiste) | αλλαξόπιστη (allaxópisti) | αλλαξόπιστο (allaxópisto) | αλλαξόπιστοι (allaxópistoi) | αλλαξόπιστες (allaxópistes) | αλλαξόπιστα (allaxópista) |
Related terms
[edit]- see: αλλαξοπιστώ (allaxopistó, “to change faith”)