Jump to content

αλλαξόπιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλλαξό- (allaxó-, change) +‎ πίστη (písti, faith)

Adjective

[edit]

αλλαξόπιστος (allaxópistosm (feminine αλλαξόπιστη, neuter αλλαξόπιστο)

  1. renegade, turncoat
  2. apostate

Declension

[edit]
Declension of αλλαξόπιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλλαξόπιστος (allaxópistos) αλλαξόπιστη (allaxópisti) αλλαξόπιστο (allaxópisto) αλλαξόπιστοι (allaxópistoi) αλλαξόπιστες (allaxópistes) αλλαξόπιστα (allaxópista)
genitive αλλαξόπιστου (allaxópistou) αλλαξόπιστης (allaxópistis) αλλαξόπιστου (allaxópistou) αλλαξόπιστων (allaxópiston) αλλαξόπιστων (allaxópiston) αλλαξόπιστων (allaxópiston)
accusative αλλαξόπιστο (allaxópisto) αλλαξόπιστη (allaxópisti) αλλαξόπιστο (allaxópisto) αλλαξόπιστους (allaxópistous) αλλαξόπιστες (allaxópistes) αλλαξόπιστα (allaxópista)
vocative αλλαξόπιστε (allaxópiste) αλλαξόπιστη (allaxópisti) αλλαξόπιστο (allaxópisto) αλλαξόπιστοι (allaxópistoi) αλλαξόπιστες (allaxópistes) αλλαξόπιστα (allaxópista)
[edit]