αλλαξοκαιριά
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αλλαξο- (allaxo-, “change”) + καιρός (kairós, “weather”), καιρ(ός) + -ιά (-iá).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αλλαξοκαιριά • (allaxokairiá) f (plural αλλαξοκαιριές)
- (meteorology) unsettled weather, changeable weather
- (meteorology) a change in the weather
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλλαξοκαιριά (allaxokairiá) | αλλαξοκαιριές (allaxokairiés) |
genitive | αλλαξοκαιριάς (allaxokairiás) | αλλαξοκαιριών (allaxokairión) |
accusative | αλλαξοκαιριά (allaxokairiá) | αλλαξοκαιριές (allaxokairiés) |
vocative | αλλαξοκαιριά (allaxokairiá) | αλλαξοκαιριές (allaxokairiés) |
Related terms
[edit]- καιρός m (kairós, “weather”)
References
[edit]- ^ αλλαξοκαιριά, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language