αλλαξοκαιριά

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλλαξο- (allaxo-, change) +‎ καιρός (kairós, weather), καιρ(ός) + -ιά (-iá).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.la.sko.ceɾˈʝa/
  • Hyphenation: αλ‧λα‧ξο‧και‧ριά

Noun

[edit]

αλλαξοκαιριά (allaxokairiáf (plural αλλαξοκαιριές)

  1. (meteorology) unsettled weather, changeable weather
  2. (meteorology) a change in the weather

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλλαξοκαιριά (allaxokairiá) αλλαξοκαιριές (allaxokairiés)
genitive αλλαξοκαιριάς (allaxokairiás) αλλαξοκαιριών (allaxokairión)
accusative αλλαξοκαιριά (allaxokairiá) αλλαξοκαιριές (allaxokairiés)
vocative αλλαξοκαιριά (allaxokairiá) αλλαξοκαιριές (allaxokairiés)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ αλλαξοκαιριά, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language