αλλαντοποιΐα

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλλαντοποιΐα (allantopoiḯaf (uncountable)

  1. Alternative form of αλλαντοποιία (allantopoiía)

Declension

[edit]
singular
nominative αλλαντοποιΐα (allantopoiḯa)
genitive αλλαντοποιΐας (allantopoiḯas)
accusative αλλαντοποιΐα (allantopoiḯa)
vocative αλλαντοποιΐα (allantopoiḯa)