αλκαλοειδής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Borrowed from French alcaloïde.

Adjective

[edit]

αλκαλοειδής (alkaloeidísm (feminine αλκαλοειδής, neuter αλκαλοειδές)

  1. (pharmacology) alkaloid

Declension

[edit]
Declension of αλκαλοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλκαλοειδής (alkaloeidís) αλκαλοειδής (alkaloeidís) αλκαλοειδές (alkaloeidés) αλκαλοειδείς (alkaloeideís) αλκαλοειδείς (alkaloeideís) αλκαλοειδή (alkaloeidí)
genitive αλκαλοειδούς (alkaloeidoús)
αλκαλοειδή (alkaloeidí)
αλκαλοειδούς (alkaloeidoús) αλκαλοειδούς (alkaloeidoús) αλκαλοειδών (alkaloeidón) αλκαλοειδών (alkaloeidón) αλκαλοειδών (alkaloeidón)
accusative αλκαλοειδή (alkaloeidí) αλκαλοειδή (alkaloeidí) αλκαλοειδές (alkaloeidés) αλκαλοειδείς (alkaloeideís) αλκαλοειδείς (alkaloeideís) αλκαλοειδή (alkaloeidí)
vocative αλκαλοειδή (alkaloeidí)
αλκαλοειδής (alkaloeidís)
αλκαλοειδής (alkaloeidís) αλκαλοειδές (alkaloeidés) αλκαλοειδείς (alkaloeideís) αλκαλοειδείς (alkaloeideís) αλκαλοειδή (alkaloeidí)
[edit]

Further reading

[edit]