Jump to content

αλισιβερίσι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλισιβερίσι (alisiverísin (plural αλισιβερίσια)

  1. Alternative form of αλισβερίσι (alisverísi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αλισιβερίσι (alisiverísi) αλισιβερίσια (alisiverísia)
genitive αλισιβερισιού (alisiverisioú) αλισιβερισιών (alisiverisión)
accusative αλισιβερίσι (alisiverísi) αλισιβερίσια (alisiverísia)
vocative αλισιβερίσι (alisiverísi) αλισιβερίσια (alisiverísia)