Jump to content

αλιευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλιευτικός (alieftikósm (feminine αλιευτική, neuter αλιευτικό)

  1. (fishing) fishing, fish

Declension

[edit]
Declension of αλιευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλιευτικός (alieftikós) αλιευτική (alieftikí) αλιευτικό (alieftikó) αλιευτικοί (alieftikoí) αλιευτικές (alieftikés) αλιευτικά (alieftiká)
genitive αλιευτικού (alieftikoú) αλιευτικής (alieftikís) αλιευτικού (alieftikoú) αλιευτικών (alieftikón) αλιευτικών (alieftikón) αλιευτικών (alieftikón)
accusative αλιευτικό (alieftikó) αλιευτική (alieftikí) αλιευτικό (alieftikó) αλιευτικούς (alieftikoús) αλιευτικές (alieftikés) αλιευτικά (alieftiká)
vocative αλιευτικέ (alieftiké) αλιευτική (alieftikí) αλιευτικό (alieftikó) αλιευτικοί (alieftikoí) αλιευτικές (alieftikés) αλιευτικά (alieftiká)
[edit]