Jump to content

αλιβάνιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλιβάνιστος (alivánistosm (feminine αλιβάνιστη, neuter αλιβάνιστο)

  1. (religion) uncensed
  2. (by extension) having not been to church
  3. unflattered

Declension

[edit]
Declension of αλιβάνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλιβάνιστος (alivánistos) αλιβάνιστη (alivánisti) αλιβάνιστο (alivánisto) αλιβάνιστοι (alivánistoi) αλιβάνιστες (alivánistes) αλιβάνιστα (alivánista)
genitive αλιβάνιστου (alivánistou) αλιβάνιστης (alivánistis) αλιβάνιστου (alivánistou) αλιβάνιστων (alivániston) αλιβάνιστων (alivániston) αλιβάνιστων (alivániston)
accusative αλιβάνιστο (alivánisto) αλιβάνιστη (alivánisti) αλιβάνιστο (alivánisto) αλιβάνιστους (alivánistous) αλιβάνιστες (alivánistes) αλιβάνιστα (alivánista)
vocative αλιβάνιστε (alivániste) αλιβάνιστη (alivánisti) αλιβάνιστο (alivánisto) αλιβάνιστοι (alivánistoi) αλιβάνιστες (alivánistes) αλιβάνιστα (alivánista)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]
[edit]