αλιβάνιστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλιβάνιστος • (alivánistos) m (feminine αλιβάνιστη, neuter αλιβάνιστο)
- (religion) uncensed
- (by extension) having not been to church
- unflattered
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλιβάνιστος (alivánistos) | αλιβάνιστη (alivánisti) | αλιβάνιστο (alivánisto) | αλιβάνιστοι (alivánistoi) | αλιβάνιστες (alivánistes) | αλιβάνιστα (alivánista) | |
genitive | αλιβάνιστου (alivánistou) | αλιβάνιστης (alivánistis) | αλιβάνιστου (alivánistou) | αλιβάνιστων (alivániston) | αλιβάνιστων (alivániston) | αλιβάνιστων (alivániston) | |
accusative | αλιβάνιστο (alivánisto) | αλιβάνιστη (alivánisti) | αλιβάνιστο (alivánisto) | αλιβάνιστους (alivánistous) | αλιβάνιστες (alivánistes) | αλιβάνιστα (alivánista) | |
vocative | αλιβάνιστε (alivániste) | αλιβάνιστη (alivánisti) | αλιβάνιστο (alivánisto) | αλιβάνιστοι (alivánistoi) | αλιβάνιστες (alivánistes) | αλιβάνιστα (alivánista) |
Synonyms
[edit]- αθυμιάτιστος (athymiátistos)
Coordinate terms
[edit]- θυμιατίζω (thymiatízo, “to cense, to burn incense”)
Related terms
[edit]- λιβάνι n (liváni, “incense”)