Jump to content

αληθοφανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αληθοφανής (alithofanísm (feminine αληθοφανής, neuter αληθοφανές)

  1. credible, believable

Declension

[edit]
Declension of αληθοφανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αληθοφανής (alithofanís) αληθοφανής (alithofanís) αληθοφανές (alithofanés) αληθοφανείς (alithofaneís) αληθοφανείς (alithofaneís) αληθοφανή (alithofaní)
genitive αληθοφανούς (alithofanoús)
αληθοφανή (alithofaní)
αληθοφανούς (alithofanoús) αληθοφανούς (alithofanoús) αληθοφανών (alithofanón) αληθοφανών (alithofanón) αληθοφανών (alithofanón)
accusative αληθοφανή (alithofaní) αληθοφανή (alithofaní) αληθοφανές (alithofanés) αληθοφανείς (alithofaneís) αληθοφανείς (alithofaneís) αληθοφανή (alithofaní)
vocative αληθοφανή (alithofaní)
αληθοφανής (alithofanís)
αληθοφανής (alithofanís) αληθοφανές (alithofanés) αληθοφανείς (alithofaneís) αληθοφανείς (alithofaneís) αληθοφανή (alithofaní)
[edit]