Jump to content

αλευθέρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλευθέρωτος (alefthérotosm (feminine αλευθέρωτη, neuter αλευθέρωτο)

  1. Alternative form of αλευτέρωτος (aleftérotos)

Declension

[edit]
Declension of αλευθέρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλευθέρωτος (alefthérotos) αλευθέρωτη (alefthéroti) αλευθέρωτο (alefthéroto) αλευθέρωτοι (alefthérotoi) αλευθέρωτες (alefthérotes) αλευθέρωτα (alefthérota)
genitive αλευθέρωτου (alefthérotou) αλευθέρωτης (alefthérotis) αλευθέρωτου (alefthérotou) αλευθέρωτων (alefthéroton) αλευθέρωτων (alefthéroton) αλευθέρωτων (alefthéroton)
accusative αλευθέρωτο (alefthéroto) αλευθέρωτη (alefthéroti) αλευθέρωτο (alefthéroto) αλευθέρωτους (alefthérotous) αλευθέρωτες (alefthérotes) αλευθέρωτα (alefthérota)
vocative αλευθέρωτε (alefthérote) αλευθέρωτη (alefthéroti) αλευθέρωτο (alefthéroto) αλευθέρωτοι (alefthérotoi) αλευθέρωτες (alefthérotes) αλευθέρωτα (alefthérota)