Jump to content

αλεσμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλεσμένος (alesménosm (feminine αλεσμένη, neuter αλεσμένο)

  1. ground, milled, powdered
    πιπέρι αλεσμένοpipéri alesménoground pepper

Declension

[edit]
Declension of αλεσμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλεσμένος (alesménos) αλεσμένη (alesméni) αλεσμένο (alesméno) αλεσμένοι (alesménoi) αλεσμένες (alesménes) αλεσμένα (alesména)
genitive αλεσμένου (alesménou) αλεσμένης (alesménis) αλεσμένου (alesménou) αλεσμένων (alesménon) αλεσμένων (alesménon) αλεσμένων (alesménon)
accusative αλεσμένο (alesméno) αλεσμένη (alesméni) αλεσμένο (alesméno) αλεσμένους (alesménous) αλεσμένες (alesménes) αλεσμένα (alesména)
vocative αλεσμένε (alesméne) αλεσμένη (alesméni) αλεσμένο (alesméno) αλεσμένοι (alesménoi) αλεσμένες (alesménes) αλεσμένα (alesména)

Antonyms

[edit]
[edit]
  • see: αλέθω (alétho, to grind, to mill)