Jump to content

αλείαντος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλείαντος (aleíantosm (feminine αλείαντη, neuter αλείαντο)

  1. unsmoothed, rough
    1. (woodworking) unsanded
    2. (dressmaking) unironed

Declension

[edit]
Declension of αλείαντος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλείαντος (aleíantos) αλείαντη (aleíanti) αλείαντο (aleíanto) αλείαντοι (aleíantoi) αλείαντες (aleíantes) αλείαντα (aleíanta)
genitive αλείαντου (aleíantou) αλείαντης (aleíantis) αλείαντου (aleíantou) αλείαντων (aleíanton) αλείαντων (aleíanton) αλείαντων (aleíanton)
accusative αλείαντο (aleíanto) αλείαντη (aleíanti) αλείαντο (aleíanto) αλείαντους (aleíantous) αλείαντες (aleíantes) αλείαντα (aleíanta)
vocative αλείαντε (aleíante) αλείαντη (aleíanti) αλείαντο (aleíanto) αλείαντοι (aleíantoi) αλείαντες (aleíantes) αλείαντα (aleíanta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλείαντος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλείαντος, etc.)

[edit]