αλείαντος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αλείαντος • (aleíantos) m (feminine αλείαντη, neuter αλείαντο)
- unsmoothed, rough
- (woodworking) unsanded
- (dressmaking) unironed
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αλείαντος (aleíantos) | αλείαντη (aleíanti) | αλείαντο (aleíanto) | αλείαντοι (aleíantoi) | αλείαντες (aleíantes) | αλείαντα (aleíanta) | |
genitive | αλείαντου (aleíantou) | αλείαντης (aleíantis) | αλείαντου (aleíantou) | αλείαντων (aleíanton) | αλείαντων (aleíanton) | αλείαντων (aleíanton) | |
accusative | αλείαντο (aleíanto) | αλείαντη (aleíanti) | αλείαντο (aleíanto) | αλείαντους (aleíantous) | αλείαντες (aleíantes) | αλείαντα (aleíanta) | |
vocative | αλείαντε (aleíante) | αλείαντη (aleíanti) | αλείαντο (aleíanto) | αλείαντοι (aleíantoi) | αλείαντες (aleíantes) | αλείαντα (aleíanta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλείαντος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλείαντος, etc.)
Related terms
[edit]- λειαίνω (leiaíno, “to make smooth”)