Jump to content

αλγοριθμικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλγοριθμικός (algorithmikósm (feminine αλγοριθμική, neuter αλγοριθμικό)

  1. (mathematics, computing) algorithmic

Declension

[edit]
Declension of αλγοριθμικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλγοριθμικός (algorithmikós) αλγοριθμική (algorithmikí) αλγοριθμικό (algorithmikó) αλγοριθμικοί (algorithmikoí) αλγοριθμικές (algorithmikés) αλγοριθμικά (algorithmiká)
genitive αλγοριθμικού (algorithmikoú) αλγοριθμικής (algorithmikís) αλγοριθμικού (algorithmikoú) αλγοριθμικών (algorithmikón) αλγοριθμικών (algorithmikón) αλγοριθμικών (algorithmikón)
accusative αλγοριθμικό (algorithmikó) αλγοριθμική (algorithmikí) αλγοριθμικό (algorithmikó) αλγοριθμικούς (algorithmikoús) αλγοριθμικές (algorithmikés) αλγοριθμικά (algorithmiká)
vocative αλγοριθμικέ (algorithmiké) αλγοριθμική (algorithmikí) αλγοριθμικό (algorithmikó) αλγοριθμικοί (algorithmikoí) αλγοριθμικές (algorithmikés) αλγοριθμικά (algorithmiká)
[edit]