Jump to content

αλγεβρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αλγεβρικός (algevrikósm (feminine αλγεβρική, neuter αλγεβρικό)

  1. (mathematics) algebraic, algebraical
    αλγεβρική εξίσωσηalgevrikí exísosialgebraic equation

Declension

[edit]
Declension of αλγεβρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλγεβρικός (algevrikós) αλγεβρική (algevrikí) αλγεβρικό (algevrikó) αλγεβρικοί (algevrikoí) αλγεβρικές (algevrikés) αλγεβρικά (algevriká)
genitive αλγεβρικού (algevrikoú) αλγεβρικής (algevrikís) αλγεβρικού (algevrikoú) αλγεβρικών (algevrikón) αλγεβρικών (algevrikón) αλγεβρικών (algevrikón)
accusative αλγεβρικό (algevrikó) αλγεβρική (algevrikí) αλγεβρικό (algevrikó) αλγεβρικούς (algevrikoús) αλγεβρικές (algevrikés) αλγεβρικά (algevriká)
vocative αλγεβρικέ (algevriké) αλγεβρική (algevrikí) αλγεβρικό (algevrikó) αλγεβρικοί (algevrikoí) αλγεβρικές (algevrikés) αλγεβρικά (algevriká)
[edit]