Jump to content

αλαζονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek ἀλαζονικός (alazonikós, boastful, braggart), from ἀλαζών (alazṓn, vagrant; charlatan; pretentious), stem ἀλαζον- + -ικός (-ikós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.la.zo.niˈkos/
  • Hyphenation: α‧λα‧ζο‧νι‧κός

Adjective

[edit]

αλαζονικός (alazonikósm (feminine αλαζονική, neuter αλαζονικό)

  1. conceited, haughty, arrogant

Declension

[edit]
Declension of αλαζονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλαζονικός (alazonikós) αλαζονική (alazonikí) αλαζονικό (alazonikó) αλαζονικοί (alazonikoí) αλαζονικές (alazonikés) αλαζονικά (alazoniká)
genitive αλαζονικού (alazonikoú) αλαζονικής (alazonikís) αλαζονικού (alazonikoú) αλαζονικών (alazonikón) αλαζονικών (alazonikón) αλαζονικών (alazonikón)
accusative αλαζονικό (alazonikó) αλαζονική (alazonikí) αλαζονικό (alazonikó) αλαζονικούς (alazonikoús) αλαζονικές (alazonikés) αλαζονικά (alazoniká)
vocative αλαζονικέ (alazoniké) αλαζονική (alazonikí) αλαζονικό (alazonikó) αλαζονικοί (alazonikoí) αλαζονικές (alazonikés) αλαζονικά (alazoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αλαζονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αλαζονικός, etc.)

[edit]