Jump to content

αλαζονία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀλαζονία (alazonía), a less common spelling ἀλαζονεία (alazoneía). See αλαζονεία (alazoneía).

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

αλαζονία (alazoníaf (plural αλαζονίες)

  1. a less common spelling of αλαζονεία (alazoneía)

Declension

[edit]
Declension of αλαζονία
singular plural
nominative αλαζονία (alazonía) αλαζονίες (alazoníes)
genitive αλαζονίας (alazonías) αλαζονιών (alazonión)
accusative αλαζονία (alazonía) αλαζονίες (alazoníes)
vocative αλαζονία (alazonía) αλαζονίες (alazoníes)
[edit]