Jump to content

αλίμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀλίμενος (alímenos). See λιμήν (limḗn).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aˈlimenos/
  • Hyphenation: α‧λί‧με‧νος

Adjective

[edit]

αλίμενος (alímenosm (feminine αλίμενη, neuter αλίμενο)

  1. harbourless (UK), harborless (US)
  2. (figuratively) inhospitable

Declension

[edit]
Declension of αλίμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλίμενος (alímenos) αλίμενη (alímeni) αλίμενο (alímeno) αλίμενοι (alímenoi) αλίμενες (alímenes) αλίμενα (alímena)
genitive αλίμενου (alímenou) αλίμενης (alímenis) αλίμενου (alímenou) αλίμενων (alímenon) αλίμενων (alímenon) αλίμενων (alímenon)
accusative αλίμενο (alímeno) αλίμενη (alímeni) αλίμενο (alímeno) αλίμενους (alímenous) αλίμενες (alímenes) αλίμενα (alímena)
vocative αλίμενε (alímene) αλίμενη (alímeni) αλίμενο (alímeno) αλίμενοι (alímenoi) αλίμενες (alímenes) αλίμενα (alímena)
[edit]