αλάδωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλάδωτος (aládotosm (feminine αλάδωτη, neuter αλάδωτο)

  1. unoiled, oilless (food)
  2. unlubricated, ungreased (machinery)
  3. (figuratively) unbribed

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλάδωτος (aládotos) αλάδωτη (aládoti) αλάδωτο (aládoto) αλάδωτοι (aládotoi) αλάδωτες (aládotes) αλάδωτα (aládota)
genitive αλάδωτου (aládotou) αλάδωτης (aládotis) αλάδωτου (aládotou) αλάδωτων (aládoton) αλάδωτων (aládoton) αλάδωτων (aládoton)
accusative αλάδωτο (aládoto) αλάδωτη (aládoti) αλάδωτο (aládoto) αλάδωτους (aládotous) αλάδωτες (aládotes) αλάδωτα (aládota)
vocative αλάδωτε (aládote) αλάδωτη (aládoti) αλάδωτο (aládoto) αλάδωτοι (aládotoi) αλάδωτες (aládotes) αλάδωτα (aládota)

Synonyms

[edit]
[edit]
  • see: λάδι n (ládi, olive oil)