Jump to content

αλάβωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλάβωτος (alávotosm (feminine αλάβωτη, neuter αλάβωτο)

  1. unhurt, unwounded
  2. invulnerable

Declension

[edit]
Declension of αλάβωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλάβωτος (alávotos) αλάβωτη (alávoti) αλάβωτο (alávoto) αλάβωτοι (alávotoi) αλάβωτες (alávotes) αλάβωτα (alávota)
genitive αλάβωτου (alávotou) αλάβωτης (alávotis) αλάβωτου (alávotou) αλάβωτων (alávoton) αλάβωτων (alávoton) αλάβωτων (alávoton)
accusative αλάβωτο (alávoto) αλάβωτη (alávoti) αλάβωτο (alávoto) αλάβωτους (alávotous) αλάβωτες (alávotes) αλάβωτα (alávota)
vocative αλάβωτε (alávote) αλάβωτη (alávoti) αλάβωτο (alávoto) αλάβωτοι (alávotoi) αλάβωτες (alávotes) αλάβωτα (alávota)