Jump to content

ακύκλωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακύκλωτος (akýklotosm (feminine ακύκλωτη, neuter ακύκλωτο)

  1. unsurrounded, not encircled

Declension

[edit]
Declension of ακύκλωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακύκλωτος (akýklotos) ακύκλωτη (akýkloti) ακύκλωτο (akýkloto) ακύκλωτοι (akýklotoi) ακύκλωτες (akýklotes) ακύκλωτα (akýklota)
genitive ακύκλωτου (akýklotou) ακύκλωτης (akýklotis) ακύκλωτου (akýklotou) ακύκλωτων (akýkloton) ακύκλωτων (akýkloton) ακύκλωτων (akýkloton)
accusative ακύκλωτο (akýkloto) ακύκλωτη (akýkloti) ακύκλωτο (akýkloto) ακύκλωτους (akýklotous) ακύκλωτες (akýklotes) ακύκλωτα (akýklota)
vocative ακύκλωτε (akýklote) ακύκλωτη (akýkloti) ακύκλωτο (akýkloto) ακύκλωτοι (akýklotoi) ακύκλωτες (akýklotes) ακύκλωτα (akýklota)
[edit]