Jump to content

ακωδικοποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακωδικοποίητος (akodikopoíitosm (feminine ακωδικοποίητη, neuter ακωδικοποίητο)

  1. uncodified

Declension

[edit]
Declension of ακωδικοποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακωδικοποίητοςος (akodikopoíitosos) ακωδικοποίητοςη (akodikopoíitosi) ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςοι (akodikopoíitosoi) ακωδικοποίητοςες (akodikopoíitoses) ακωδικοποίητοςα (akodikopoíitosa)
genitive ακωδικοποίητοςου (akodikopoíitosou) ακωδικοποίητοςης (akodikopoíitosis) ακωδικοποίητοςου (akodikopoíitosou) ακωδικοποίητοςων (akodikopoíitoson) ακωδικοποίητοςων (akodikopoíitoson) ακωδικοποίητοςων (akodikopoíitoson)
accusative ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςη (akodikopoíitosi) ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςους (akodikopoíitosous) ακωδικοποίητοςες (akodikopoíitoses) ακωδικοποίητοςα (akodikopoíitosa)
vocative ακωδικοποίητοςε (akodikopoíitose) ακωδικοποίητοςη (akodikopoíitosi) ακωδικοποίητοςο (akodikopoíitoso) ακωδικοποίητοςοι (akodikopoíitosoi) ακωδικοποίητοςες (akodikopoíitoses) ακωδικοποίητοςα (akodikopoíitosa)
[edit]