Jump to content

ακυρολεξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ακυρολεξία (akyrolexíaf (plural ακυρολεξίες)

  1. Alternative form of ακυριολεξία (akyriolexía)

Declension

[edit]
Declension of ακυρολεξία
singular plural
nominative ακυρολεξία (akyrolexía) ακυρολεξίες (akyrolexíes)
genitive ακυρολεξίας (akyrolexías) ακυρολεξιών (akyrolexión)
accusative ακυρολεξία (akyrolexía) ακυρολεξίες (akyrolexíes)
vocative ακυρολεξία (akyrolexía) ακυρολεξίες (akyrolexíes)