Jump to content

ακτινοσκοπικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακτινοσκοπικός (aktinoskopikósm (feminine ακτινοσκοπική, neuter ακτινοσκοπικό)

  1. (medicine) radiological

Declension

[edit]
Declension of ακτινοσκοπικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακτινοσκοπικός (aktinoskopikós) ακτινοσκοπική (aktinoskopikí) ακτινοσκοπικό (aktinoskopikó) ακτινοσκοπικοί (aktinoskopikoí) ακτινοσκοπικές (aktinoskopikés) ακτινοσκοπικά (aktinoskopiká)
genitive ακτινοσκοπικού (aktinoskopikoú) ακτινοσκοπικής (aktinoskopikís) ακτινοσκοπικού (aktinoskopikoú) ακτινοσκοπικών (aktinoskopikón) ακτινοσκοπικών (aktinoskopikón) ακτινοσκοπικών (aktinoskopikón)
accusative ακτινοσκοπικό (aktinoskopikó) ακτινοσκοπική (aktinoskopikí) ακτινοσκοπικό (aktinoskopikó) ακτινοσκοπικούς (aktinoskopikoús) ακτινοσκοπικές (aktinoskopikés) ακτινοσκοπικά (aktinoskopiká)
vocative ακτινοσκοπικέ (aktinoskopiké) ακτινοσκοπική (aktinoskopikí) ακτινοσκοπικό (aktinoskopikó) ακτινοσκοπικοί (aktinoskopikoí) ακτινοσκοπικές (aktinoskopikés) ακτινοσκοπικά (aktinoskopiká)

Synonyms

[edit]
[edit]